-
1 πολεμόω
A make hostile, make an enemy of, τινα v.l. in LXX 4 Ma.4.21:—[voice] Med., πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; surely you will make them your enemies, Th.5.98:—[voice] Pass., to be made an enemy of, ; ἐπολεμώθη δὲ ὅτι.. ib.57: —in other passages (πολεμουμένων Id.3.82
,πολεμοῦνται 4.20
) it is doubtful whether the word should be referred to πολεμόω or -έω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμόω
См. также в других словарях:
πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… … Dictionary of Greek