Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται

См. также в других словарях:

  • πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»